- συμφαίνω
- ΜΑ [φαίνω]μέσ. συμφαίνομαιεμφανίζομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλομσν.λάμπω μαζί με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυμφανής — ἀσυμφανής, ές (AM) [συμφαίνω] Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται 2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους II. επίρρ. ἀσυμφανῶς 1. κρυφά, μυστικά 2. με ασάφεια … Dictionary of Greek
σύμφανσις — άνσεως, ἡ, Μ [συμφαίνω] (για αστέρα) το να λάμπει κανείς μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
σύμφαση — η / σύμφασις, άσεως, ΝΜΑ [συμφαίνω] (για κομήτες) ταυτόχρονη εμφάνιση … Dictionary of Greek